- φορτικός
- φορτικόςfit for carryingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… … Dictionary of Greek
φορτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που επιβαρύνει. 2. μτφ., επιβαρυντικός, ενοχλητικός, βαρετός: Μου έγινε φορτικός· τον φιλοξενώ ένα μήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτικά — φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc pl φορτικά̱ , φορτικός fit for carrying fem nom/voc/acc dual φορτικά̱ , φορτικός fit for carrying fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικώτερον — φορτικός fit for carrying adverbial comp φορτικός fit for carrying masc acc comp sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικωτέραις — φορτικός fit for carrying fem dat comp pl φορτικωτέρᾱͅς , φορτικός fit for carrying fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικωτέρων — φορτικός fit for carrying fem gen comp pl φορτικός fit for carrying masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικῶν — φορτικός fit for carrying fem gen pl φορτικός fit for carrying masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικόν — φορτικός fit for carrying masc acc sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικώτατα — φορτικός fit for carrying adverbial superl φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικώτατον — φορτικός fit for carrying masc acc superl sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)